Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Αποχώρηση με τραίνα.

Συνοστισμός σε κάποιο κόμβο κοντά στις Σαράντα Εκκλησιές.
Φόρτωμα γυναικών σε βαγόνια
Πρόχειρη εγκατάσταση προσφύγων στη Δυτική όχθη του Έβρου.
Φόρτωση οικοδομικού υλικού στο σταθμό των Σαράντα Εκκλησιών.
Συνοστισμός κάρων και προσφύγων στο σταθμό των Σαράντα Εκκλησιών. Λήψη από αεροπλάνο.
Σαράντα Εκκλησιές. Λήψη από αεροπλάνο.
Συγκεντρώσεις προσφύγων και μεταφορικών μέσων στο σταθμό των Σαράντα Εκκλησιών. Λήψη από αεροπλάνο.
Μεταφορτώσεις και φορτώσεις στο σταθμό των Σαράντα Εκκλησιών.


 Ἀνταπόκριση τοῦ G. Ercole ἀπό τό τεῦχος τῆς 4ης Νοεμβρίου 1922 τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ "L' Illustration", Παρίσι.

Χά­ρη στήν εὐ­γέ­νεια τοῦ στρα­τη­γοῦ Σαρ­πύ, δι­οι­κη­τῆ τῶν γαλ­λι­κῶν δυ­νά­με­ων κα­το­χῆς στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, μπό­ρε­σα νά ἐπι­βι­βα­στῶ σέ ἀνα­γνω­ρι­στι­κό ἀε­ρο­πλά­νο πού κατόπτευε τήν ἔξο­δο τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ τῆς Θρά­κης.
Πρῶ­τος προ­ο­ρι­σμός ἦταν τό λι­μά­νι τῆς Ραι­δε­στοῦ. Πα­ρά­σα­με πά­νω ἀπό τόν κόλ­πο τοῦ Με­γά­λου Τσε­κμετ­ζέ καί τή Ση­λύ­βρι­α, μι­κρό λι­μά­νι ψα­ρά­δων, σή­με­ρα γε­μᾶ­το ἀπό πρό­σφυ­γες πού πε­ρι­μέ­νουν βο­ήθεια. Πο­λυ­ά­ρι­θμες στῆ­λες κα­πνοῦ πού ὑψώ­νον­ται πρός τόν οὐ­ρα­νό μαρ­τυ­ροῦν τά ση­μεῖα τῶν κα­τα­σκη­νώ­σε­ων. Φαί­νον­ται ἀκό­μη μι­κρά ἀκτο­πλοϊκά σκά­φη, στά ὁποῖα φαί­νε­ται πώς ἐπι­βι­βά­ζον­ται αὐ­τοί οἱ δυ­στυ­χισ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι.
Ὅμως σέ λί­γο, στό βά­θος ἑνός μι­κροῦ ὄρ­μου ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό λι­μά­νι τῆς Ραι­δε­στοῦ. Μα­ζί μέ τήν Ἀδρι­α­νού­πο­λη ἀπο­τε­λοῦν τά δύο ση­μαν­τι­κό­τε­ρα κέν­τρα τῆς ἐκ­κέ­νω­σης. Ἡ Ραι­δε­στός βρί­σκε­ται κά­τω ἀπό τόν ἔλεγ­χο τῶν Βρετα­νῶν, πού προ­σπα­θοῦν νά βά­λουν κά­ποια τά­ξη στή σύγ­χυ­ση τῶν το­πι­κῶν ἀρ­χῶν. Στό κέν­τρο τῆς πό­λης ὑψώ­νε­ται σάν φά­ρος ἕνας λευ­κός μι­να­ρές. Ἡ ἀπο­βά­θρα τῆς ἐπι­βί­βα­σης πλημ­μυ­ρί­ζει ἀπό κό­σμο, ὅμως οἱ δρό­μοι τῆς πό­λης φαί­νον­ται σχε­δόν ἔρη­μοι καί μοῦ θυ­μί­ζουν εἰ­κό­νες ἀπό τή Σμύρ­νη. Τά ρυ­μουλ­κά πη­γαι­νο­ἔρ­χον­ται ἀδι­ά­κο­πα με­τα­ξύ τῆς στε­ρι­ᾶς καί τῶν με­γά­λων πλοί­ων πού ἐπι­βι­βά­ζουν τούς πρό­σφυ­γες γιά τήν Μα­κε­δο­νία. Μοῦ εἶ­παν ὅτι ὑπάρ­χουν σή­με­ρα 150.000 καί ὅτι ὁ ἀρι­θμός τους με­γα­λώ­νει μέ­ρα μέ τή μέ­ρα, γι­α­τί αὐ­τοί πού ἔρ­χον­ται εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπ' αὐ­τούς πού φεύ­γουν.
Ἀφή­νου­με τή Ραι­δε­στό μέ κα­τεύ­θυν­ση πρός τόν Βορ­ρᾶ, ἐκεῖ πού βρί­σκε­ται ἡ Ἀδρι­α­νού­πο­λη. Κά­τω μας δι­α­κρί­νου­με ἔρη­μες πε­δι­ά­δες μέ δι­ά­σπαρ­τες ἀγροι­κί­ες. Δέν ὑπάρ­χουν δρό­μοι, μό­νο στε­νά ἐπι­κίν­δυ­να μο­νο­πά­τι­α, ὅπου δέν δι­α­κρί­νε­ται κα­μία κί­νη­ση, μό­νο με­ρι­κά κο­πά­δια ἀπό πρό­βα­τα χω­ρίς βο­σκούς. Ξα­φνι­κά στά ἀρι­στε­ρά μας δι­α­κρί­νου­με ἕνα πυ­κνό κα­πνό. Κα­τευ­θυ­νό­μα­στε πρός τά ἐκεῖ. Εἶναι μία με­γά­λη ἀγροι­κία πού καί­γε­ται. Ὁ ἰδι­ο­κτή­της της δέν ἤ­θε­λε νά τήν ἀφή­σει στούς Τούρ­κους. Δέν ἔχουν ἀπο­μεί­νει πα­ρά μαυ­ρι­σμέ­νοι τοί­χοι καί δο­κά­ρια πού φλέ­γον­ται ἀκό­μη.
Τό Μου­ρατ­λί εἶ­ναι ἕνα με­γά­λο χω­ριό πού μᾶς φαί­νε­ται σχε­δόν ἄδει­ο. Ὁ πλη­θυ­σμός ἔχει ἤ­δη φύ­γει. Πλη­σι­ά­ζου­με στό Λου­λέ Μπουρ­κάζ. Δέν κα­θυ­στε­ροῦ­με γιά νά ἐξε­τά­σου­με τήν πό­λη καί κα­τευ­θυ­νό­μα­στε πρός τίς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ές, κύ­ριο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό στα­θμό καί ση­μαν­τι­κό συ­γκοι­νω­νι­α­κό κέν­τρο τῆς Θρά­κης. Τό μέ­ρος εἶ­ναι πο­λύ ἐπι­κίν­δυ­νο καί ἀνα­γκα­ζό­μα­στε νά πά­ρου­με ὕ­ψος. Ἀνε­βαί­νου­με στά 2.000 μέ­τρα, ἀπ' ὅπου μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με ὅλες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες στό ἔδα­φος. Ψά­χνου­με μέ τά μά­τια στόν ὁρί­ζον­τα κα­πνούς ἀπό φλε­γό­με­να χω­ρι­ά. Δι­α­δό­σεις στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἔκα­ναν λό­γο γιά κα­μιά πε­νην­τα­ρι­ά. Εὐ­τυ­χῶς βλέ­που­με μό­νο δύο ἤ τρία.
Στή με­γά­λη πλα­τεία τῶν Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σιῶν δέν δι­α­κρί­νω κα­μιά κί­νη­ση. Περ­νᾶ­με πάνω ἀπό τόν θό­λο ἑνός με­γά­λου τζα­μι­οῦ καί πά­νω ἀπό στρα­τῶ­νες πού κα­τα­στρά­φη­καν κα­τά τή δι­άρ­κεια τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν Πο­λέ­μων καί τώ­ρα εἶ­ναι ἐρεί­πια. Κα­θώς τό ἀε­ρο­πλά­νο μας χαμη­λώ­νει, ἔχου­με κα­θα­ρή εἰ­κό­να τοῦ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοῦ στα­θμοῦ. Τά κα­νό­νι­α, οἱ κιλί­βαν­τες, τά αὐ­το­κί­νη­τα σχη­μα­τί­ζουν μιά ἀσύν­τα­κτη μά­ζα. Ἕνα τραῖ­νο μέ μῆ­κος πά­νω ἀπό 200 μέ­τρα ἀνα­χω­ρεῖ. Οἱ πρό­σφυ­γες τό ἔχουν κα­τα­λά­βει. Ἀν­θρώ­πι­να τσαμ­πιά κρέ­μον­ται στίς σκά­λες καί στήν στέ­γη. Μιά μπλέ κη­λί­δα τρα­βά­ει τήν προ­σο­χή μας: Εἶ­ναι Γάλ­λοι στρα­τιῶ­τες ἀπό κά­ποια μο­νά­δα πού ἔχει το­πο­θε­τη­θεῖ ἐδῶ γιά νά προ­λά­βει τίς λε­η­λα­σί­ες, πο­λύ πι­θα­νές μέ­σα στό χάος.
Ἀπο­μα­κρυ­νό­μα­στε καί ἀνα­κα­λύ­πτου­με στήν ἐξο­χή ἕναν κα­ταυ­λι­σμό χι­λί­ων πε­ρί­που προ­σφύ­γων μέ τά κάρα τους πού τά σέρνουν μαῦ­ρα βό­δι­α, τά ἄλο­γα καί τά κο­πά­δια τους. Τό μό­νο τους κα­τα­φύ­γιο εἶ­ναι κά­τι ἄθλι­ες σκι­σμέ­νες σκη­νές, γύ­ρω ἀπό τίς ὁποῖ­ες συ­νω­θοῦν­ται οἱ γυ­ναῖ­κες τους καί τά παι­διά τους. Ὁ θόρυ­βος τῆς μη­χα­νῆς μας σκορ­πᾶ τόν φό­βο στούς χω­ρι­κούς, πολ­λοί ἀπό τούς ὁποί­ους βλέπουν γιά πρώ­τη φο­ρά ἀε­ρο­πλά­νο.
Ἦρ­θε ὅμως ἡ ὥ­ρα τῆς ἐπι­στρο­φῆς, ἀφοῦ ἔχου­με ἤ­δη τρεῖς ὧ­ρες στόν ἀέ­ρα πα­ρα­τη­ρῶν­τας τή Θρά­κη. Ἀνε­βαί­νου­με στά 3.000 μέ­τρα καί περ­νοῦ­με πά­νω ἀπό τό ἔρη­μο Κα­βα­κλί. Μιά μα­κριά σει­ρά ἀπό κάρα πη­γαί­νει πρός τό Μπου­νάρ Χι­σάρ ἀπό ἕνα δρό­μο πού φαί­νε­ται ὁμα­λός. Στά ἀρι­στε­ρά μας βλέ­που­με τή Μαύ­ρη Θά­λασ­σα καί στά δε­ξιά μας τή θά­λασ­σα τοῦ Μαρ­μα­ρᾶ. Βρι­σκό­μα­στε στό πιό στε­νό ση­μεῖο τῆς Θρά­κης. Μπρο­στά μας ὑψώ­νε­ται τό πε­ρί­γραμ­μα τῆς Τσα­τάλτ­ζας. Τε­λι­κά προ­σγει­ω­νό­μα­στε στό ἀε­ρο­πο­ρι­κό κέν­τρο τοῦ Ἁγί­ου Στε­φά­νου, λίγα χι­λι­ό­με­τρα ἀπό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀπ' ὅπου εἴχα­με ἀνα­χω­ρή­σες με­ρι­κές ὧ­ρες πρίν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου