Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Αποχώρηση με κάρα.

Σε μία στάση της πορείας.
Στάση κάρου για ανάπαυση.
Προσθήκη λεζάντας
Όλα τα υπάρχονται να χωρέσουν στο κάρο. Αδριανούπολη 2.10.1922.
Χάρτης της Ανατολικής Θράκης με τις πορείες των προσφύγων και τα μέσα αναχώρησης. 
Ἡ γέφυρα στόν ποταμό Τούνζα πού ἑνώνει τήν Ἀδριανούπολη μέ τό Κάραγατς. Ἡ γέφυρα εἶχε ὀνομασθεῖ σέ "Γέφυρα Διαμάντη" κατά τή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Διοίκησης πρός τιμήν τοῦ λοχαγοῦ Διαμάντη, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἐκεῖ μαχόμενος τόν Ἰούνιο τοῦ 1920. Στό βάθος δεξιά διακρίνεται τό τέμενος Σελιμιέ. Φαίνονται καθαρά στή γέφυρα τά κάρα πού ἔρχονται πρός τό Κάραγατς καί τή δυτική ὄχθη τοῦ Ἕβρου καί αὐτά πού γυρίζουν πίσω ἄδεια. (Ἀρχές Ὀκτωβρίου 1922)
Τά φορτωμένα κάρα περνοῦν μέσα ἀπό τήν Ἀδριανούπολη.
(Ἀρχές Ὀκτωβρίου 1922)
Σχεδία μεταφέρει κάρο στή δυτική ὄχθη τοῦ Ἕβρου.

Μεταφορά κοπαδιών στη δυτική όχθη του Έβρου.


Συγκέντρωση κοπαδιών .

Τα φορτωμένα κάρα περιμένουν τη ζεύξη του Έβρου. Η εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας συγκράτησε μεταφερόμενη προς την Αδριανούπολη τα φουσκωμένα νερά του ποταμού.

Ἀγρότες στήν περιφέρεια τῆς Ραιδεστοῦ φορτώνουν τά ὑπάρχοντά τους στά κάρα.
(Ἀρχές Ὀκτωβρίου 1922)

Καραβάνι κάρων
Ανεξήγητα εύθυμος φρουρός κάρων 
Πορεία κάρων κατά την εκκένωση της περιοχής της Καλλικράτειας στίς αρχές του 1923.
Καραβάνι κάρων περνά των Έβρο στην Αδριανούπολη.
Τούρκος καραγωγέας στην Καλλίπολη.


3 σχόλια:

  1. Μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλη Λαμπέα, ἀπό τό Νέο Ὄλβιο Νέστου, Ἀπό τό ὑπό ἔκδοση βιβλίο τοῦ Νίκου Κωνσταντινίδη "Ἐνιαυτῶν πορεῖαι", Ξάνθη 1999

    Γεννήθ'κα στό χωριό Φανάρι τῆς ἐπαρχίας Σηλυβρίας, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Τόν πατέρα μ' τόν λέγαν' Δημήτριο καί τή μάνα μ' Ζηνοβία, τό γένος Λαίμου. Ἐμεῖς ἤμαστ'ν πέντε ἀδέλφια.
    Ἦρθα πεντέξ' χρονῶ παιδάκι ἀπό κεῖ. Ἤρθαμε μέ τόν μπαμπά μ' τόν μακαρίτ'.
    Θυμᾶμαι ἤτανε νά φύγουμε, φόρτωσε στό κάρο στάρια, ἀλεύρια, ὅ,τι μπόραγε νά κουβαλήσει. Πήραμε καί τά ζῶα μ'ς, τά πρόβατά μ'ς, τά κατσίκια μ'ς. Ἡ μάνα μ', ὁ πατέρας μ', ἔκαναν τό σταυρό τ'ς στό εἰκονοστάσι καί κλείσανε τό σπίτ'. "Ἀμάν, ξεχάσαμε τό γουρούν'στήν κοτάρα κλεισμένο. Πάνε Δημητρό νά τ' ἀμολύκεις", εἶπε ἡ μάνα μ'.
    Ὁ πατέρας μ' πῆρε τό σκεπάρνι, πῆγε ἔσπασε τά σανίδια καί τ' ἀμόλησε ἐλεύθερο. Ἐκεῖνο πῆγε κατευθείαν στό σπίτι κι ἄρχισε νά τρώει ἀχόρταγα.
    "Τρώει τά στάρια μας! " εἶπα.
    Τί ἦταν νά τό πῶ; Ἡ μάνα μ' κι ὁ πατέρας μ' ἀρχίνησαν νά κλαῖνε. Μ' ἀνέβασε στό κάρο νά φύγουμε καί ρώτησα: "Ποῦ πᾶμ '; " "Θά πάρουμ' ἕνα δρόμο, ποῦ θά μᾶς βγάλ', δέν ξέρουμ'! " μέ εἴπανε.
    Ἀπό τό Φανάρι ἤρθαμε μέ τά κάρα καί περπατῶντας. Ἐγώ ἦμαν παιδαρέλι καί μ' εἶχαν ὅλο ἀπάνω στό κάρο. Γιατί ἑτοιμάσαμ' κι ἀλεύρια καί στάρια ἀπάνω στά κάρα, γιά νά φτιάνουμ' ψωμί καί πιττάκια.
    Ἤρθαμε, λοιπόν, τό '22 ἀπό τήν Τουρκία καί ἐγκατασταθήκαμε στό Τζίκιζλι στή Θαλασσιά. Καθήσαμε σ' αὐτό τό σπίτι, πού τώρα τό ἔχει ὁ Στέλιος ὁ Ἀναστασίου. Ἐκεῖ μέσα σέ κεῖνα τά χαρέμια τοῦ Χατζημουσταφᾶ μείναμ'.
    Ἐκεῖ στή Θαλασσιά, θυμᾶμαι, πέρναγαν οἱ καμῆλες στή σειρά, φορτωμένες ἀπό τά καμποχώρια στάρια ἤ καλαμπόκια, πηγαίνανε γιά Ξάνθη. Αὐτά ἦταν τά φορτηγά τῆς ἐποχῆς!
    Καί ὅταν ὁ Νέστος πλημμύριζε βαράγανε τό νταούλ' νά πᾶνε ὁ κόσμος στόν ἀπάνω μαχαλᾶ.
    Ἐδῶ, τό Νέο Ὄλβιο, τό ἔκανε ὁ Βενιζέλος. Πρῶτα ἤτανε τό τσιφλίκι τοῦ Ἀντήλ-μπέη ἀπό τήν Ξάνθη. Τ' ἀπαλλοτρίωσε τό κράτος, τό ἔκανε σπίτια καί διανομή χωράφια, ἀποκατασταθήκαμε ὅλοι –παιδαρέλι ἤμανε τότες. Οἱ περισσότεροι ἤτανε Φαναριῶτες, εἶχε καί λίγους Μικρασιᾶτες. Τό χωριό δέν εἶχε νερά. Μόν' πηγάδια, ἀλλά καί τό νερό δέν ἦταν καλό. Ἔβαν'ς τό σαπούνι μέσα καί τό νερό γινόταν σάν κομμένο γάλα!
    Τό '27 μόλις ἤρθαμε στό σπίτι, ἐγκατασθήκαμε, ὁ πατέρας μ' ἔκανε μαντριά, εἶχε κατσίκια καί πρόβατα πού ἔφερε ἀπ' τήν Τουρκία. Ἦταν θρακιώτικα, ντόπια, παραγωγικά καί γερά ζῶα.
    Ἐδῶ τά σπίτια τά ἔχτισε τό κρᾶτος μέ πλιθιά καί τά παρέδιδε στόν νοικοκύρ'. Μέ ξυλεῖες κι αὐτά ὅλα.
    Ὁ μπαμπᾶς μ' πέθανε τό '27. Δε μ'ς χάρηκε πού μεγαλώσαμ'.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Μιά σιωπηλή, τρομακτική πομπή". Ἀνταπόκριση τοῦ Ἔρνεστ Χεμινγκγουαίη
    "Ἡμερήσιος Ἀστήρ τοῦ Τορόντο".
    7 Ὀκτωβρίου 1922

    ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ – Σέ μιά ἀτέλειωτη πορεία πού συγκλονίζει ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης συνωστίζεται στούς δρόμους πού ὁδηγοῦν πρός τή Μακεδονία. Ἡ κύρια μάζα, πού περνᾶ τόν Ἕβρο ποταμό στήν Ἀδριανούπολη, ἁπλώνεται σέ μῆκος σαράντα χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα ἀπό κάρα πού σέρνουν ἀγελάδες, νεαροί ταῦροι καί λασπωμένα βουβάλια γεμᾶτα μέ ἐξαντλημένους, σαστισμένους ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Σκεπάζονται μέ κουβέρτες πάνω στά κεφάλια τους καί προχωροῦν σάν τυφλοί κάτω ἀπ' τή βροχή δίπλα στά ἐγκόσμια ἀγαθά τους.
    Αὐτός ὁ ἀπρόσωπος ποταμός στραγγίζει ὅλη τή γύρω χώρα. Δέν γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν. Ἐγκατέλειψαν τά χωράφια τους, τά χωριά τους, τά γεμᾶτα καρπό καφετιά χώματά τους καί ἑνώθηκαν μέ τό ποτάμι τῶν φυγάδων ἀκούγοντας γιά τόν ἐρχομό τῶν Τούρκων. Τώρα δέν μποροῦν παρά μόνο νά κρατοῦν τή σειρά τους στήν τρομακτική πομπή, καθώς τό κατάλασπωμένο ἑλληνικό ἱππικό τούς συγκρατεῖ μαζί, ὅπως οἱ ἀγελαδάρηδες τό κοπάδι τους.
    Εἶναι μία σιωπηλή πομπή. Δέν ἀκούγεται οὔτε βογγητό. Ὅ,τι μποροῦν νά κάνουν εἶναι μόνο νά περπατοῦν. Οἱ φανταχτερές χωριάτικες στολές τους εἶναι μούσκεμα καί στάζουν. Κότες φτερουγίζουν πηδῶντας ἀπό τά κάρα. Μικρά μοσχάρια μουγγανίζουν προσπαθῶντας νά φτάσουν τό νερό μέσα στό συνωστισμό κοντά σέ κάποιο ρυάκι. Ἕνας γέρος βαδίζει σκυφτός κουβαλῶντας ἕνα μικρό γουρουνάκι, ἕνα ὅπλο καί ἕνα δρεπάνι, πού πάνω του ἔδεσε μία κότα. Ἕνας ἄνδρας ἁπλώνει μία κουβέρτα γιά νά προφυλάξει ἀπό τή βροχή τή γυναίκα πού κρατάει τά γκέμια στό κάρο. Εἶναι οἱ μόνοι πού κάνουν κάποιο θόρυβο. Ἡ μικρή κόρη τους τούς κοιτᾶ μέ ἀγωνία καί ἀρχίζει τά κλάματα. Ἔτσι, ἡ πομπή συνεχίζεται.
    Τουλάχιστον στήν Ἀδριανούπολη, πού διασχίζει τό κύριο ρεῦμα τῶν προσφύγων, ὑπάρχει ὁ Ἐρυθρός Σταυρός. Βοηθοῦν πολύ, ἰδίως στή Ραιδεστό στήν ἀκτή, ἀλλά λίγους μποροῦν νά βοηθήσουν.
    Μόνο ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη θά μεταφερθοῦν 250.000 πρόσφυγες. Τά βουλγαρικά σύνορα εἶναι κλειστά γι' αὐτούς. Ὑπάρχουν μόνο ἡ Μακεδονία καί ἡ Θράκη γιά νά δεχθοῦν τούς φυγᾶδες τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Τούρκων στήν Εὐρώπη. Ἤδη στή Μακεδονία βρίσκονται μισό ἑκατομμύριο πρόσφυγες. Κανείς δέν γνωρίζει πῶς θά ἐπιβιώσουν. Τόν ἄλλο μῆνα ὁ χριστιανικός κόσμος θά ἀκούσει τήν κραυγή "Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν."

    ΑπάντησηΔιαγραφή