Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Μαρτυρίες και ανταποκρίσεις (13)


¨       Μαρτυρία Χρήστου Ρουσσόπουλου, ἀγρότη ἀπό τό Χειμώνιο Ὀρεστιάδας Ἔβρου, ἀπό τό βιβλίο του "Μεγάλο Ζαλούφι, Ἀνατολικῆς Θράκης",
Θεσσαλονίκη 1977

Ὁ κόσμος εἶναι ἐνθουσιασμένος ἀπό τά κατορθώματα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Σύντομα, λένε, θά πάρουμε τήν Ἄγκυρα, μετά τήν Κόκκινη Μηλιά καί ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι κοντά στά χέρια μας. Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος θά ἀναστηθεῖ καί ἡ Ἁγία Σοφία θά γίνει καί πάλι ἐκκλησία.
Ὅλον αὐτόν τόν ἐνθουσιασμό καί τή χαρά ἔρχεται νά ἀνακόψει ἡ θλιβερή εἴδηση. Τό μέτωπο στή Μικρά Ἀσία ἔσπασε καί ὁ ἑλληνικός στρατός ὑποχωρεῖ. Εἴμαστε στά μέσα Αὐγούστου καί οἱ εἰδήσεις ἔρχονται συγκεχυμένες. Ἄλλοι τίς πιστεύουν, ἄλλοι ὄχι. Ἄλλοι τίς ἐπιβεβαιώνουν, ἄλλοι τίς διαψεύδουν...
Ὁ κοσμάκης, παρ' ὅλο πού τά νέα τοῦ μετώπου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἔρχονται συγκεχυμένα, ἑτοιμάστηκε καί ἤδη τήν ἡμέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου ἡ πανήγυρις δίνει καί παίρνει. Γλέντια στά καφενεῖα καί πολύς χορός στήν κεντρική πλατεία τοῦ χωριοῦ. Τό μεσημέρι στίς δύο ἡ ὥρα ἀκριβῶς πού εἶχαν ἀνάψει ὅλα, φθάνουν στό χωριό οἱ δύο πρῶτοι χωριανοί στρατιῶτες τοῦ μετώπου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ναί αὐτοί, ὁ Δημήτρης Κωστόπουλος καί ὁ Χαράλαμπος Σταματόπουλος, εἶπαν ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή, τό μέτωπο ἔσπασε ἐδῶ καί 15 ἡμέρες. Ἡ πανήγυρη, ἄν καί δέν διαλύθηκε ἀμέσως, ἔχασε κάθε ὄρεξη γιά γλέντι καί χορό. Συνεχίστηκε, βέβαια, ἀπό τούς νέους τοῦ χωριοῦ. Μά οἱ ἡλικιωμένοι τἄχασαν, ἀμέσως θόλωσαν τά μάτια τους. Ἄρχισαν νά ἀναλογίζονται τί τούς περίμενε πάλι.
Τί κακό βρῆκε τήν κακομοίρα Ἑλλάδα μας καί τί κακό θά πάθουμε ἄραγε σάν χωριό καί πάλι. Καί ξαναζωντανεύουν ὅλες οἱ σκηνές στίς φρικτές ἐκεῖνες μέρες τῆς σφαγῆς τοῦ χωριοῦ τους στίς 12 Ἰουλίου 1913. Οἱ μέρες περνοῦν ἀπελπισμένες καί μέ μεγάλη ἀγωνία τό τί θά γίνει.
Τό μέτωπο τῆς Τσατάλτζας δέν σπάει ἀκόμα. Μία ἐλπίδα τούς μένει, ἴσως κρατήσουν ἐδῶ γερά. Ὀπισθοχωροῦντες κανονικά, ἕνα σύνταγμα περνάει ἀπό τό χωριό στίς 15 Σεπτεμβρίου, μέσα ἀπό τό χωριό.
Ὁ στρατός αὐτός πού στίς 12 Ἰουλίου 1920 πάτησε τό πόδι του στό χωριό αὐτό καί στήν Ἀνατολική Θράκη, ὕστερα ἀπό 460 χρόνια μαύρης τουρκικῆς σκλαβιᾶς καί ἔδωσε στό χωρίο τή μεγαλύτερη χαρά, χαρά πού δέν περιγράφεται. Ἦταν ἡ εὐτυχέστερη ἡμέρα στή ζωή τους γιά τό χωριό ὁλόκληρο ἡ 12 Ἰουλίου 1920. Δυστυχῶς ἡ μεγάλη χαρά δέν κράτησε περισσότερο ἀπό δύο χρόνια καί ἕνα μῆνα ἀκριβῶς. Ὁ στρατός αὐτός πού ἐκείνη τήν ἡμέρα θριαμβευτής μπαίνει στήν Ἀνατολική Θράκη καί στό χωριό Μεγάλο Ζαλούφι. Ὁ στρατός αὐτός δαφνοστεφανωμένος προχωροῦσε ἀπό νίκη σέ νίκη. Σήμερα, ταπεινωμένος, νικημένος, προδωμένος μέ σκυμένο τό κεφάλι καί μέ ἀγκάθινο στεφάνι στό κεφάλι ὑποχωρεῖ. Εὐτυχῶς κανονικά ἐδῶ στό μέτωπο τῆς Θράκης. Γιατί στό μέτωπο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐκεῖ ὑποχωρεῖ ἄτακτα διαλυμένος. Τό γιατί θά τό ἀφήσουμε στή γενικώτερη ἱστορία νά καταλογήσει εὐθύνες στούς τότε ἰθύνοντες στρατιωτικούς ἤ πολιτικούς. Ἐμεῖς ἐπανερχόμαστε στή μικρή μας ἱστορία τοῦ χωριοῦ.
Οἱ κάτοικοι Ζαλουφιῶτες μέ δάκρυα στά μάτια προσφέρουν στούς στρατιῶτες, ὅ,τι θέλουν, νερό, κρασί καί μπόλικο κριθάρι γιά τά ζῶα τους, τά ἄλογα καί τά μουλάρια. Ὁ στρατός ἀφοῦ ξεκουράζεται κάπου δύο ὧρες ἀναχωρεῖ, μᾶλλον ὑποχωρεῖ, πρός τήν Ἀδριανούπολη.
Οἱ κάτοικοι Ζαλουφιῶτες τούς χαιρετοῦν μέ δάκρυα στά μάτια. Στό χωριό μένει ἕνα φυλάκιο.
Οἱ μέρες περνοῦν καί οἱ Ζαλουφιῶτες ἀσχολιοῦνται τώρα μέ τίς γεωργικές τους δουλειές. Μά ὅλα τά κάνουν μέ μισή καρδιά πού λέμε.
Τά πρῶτα φορτωμένα βοϊδάμαξα, μέ ὅτι μπόρεσαν νά σηκώσουν, περνοῦν μέσα ἀπό τό χωριό μέ κατεύθυνση τήν ἁμαξωτή γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Ἔβρου, κάτω τοῦ Πυθίου. Εἶναι οἱ πρῶτοι πού ἐγκατέλειψαν τά σπίτια τους ἀπό τά πιό ἀπομακρυσμένα χωριά τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Μαζί τους εἶναι καί πολλοί πού διά θαλάσσης ἔχουν φθάσει μέχρι τήν Τσατάλτζα καί ἀπό ἐκεῖ μέ τά βοϊδάμαξα γιά πέρα τοῦ Ἕβρου.
Ἀσταμάτητα καραβάνια περνοῦν τά φορτωμένα ἁμάξια καί ἀποροῦν μέ τούς Ζαλουφιῶτες, πῶς δέν φεύγουν καί αὐτοί. Μά ἀπό τή στιγμή αὐτή, ἄρχισαν νά παίρνουν τό ζήτημα στά σοβαρά, ὅτι θά ἀφήσουν τή Θράκη, θά ἀφήσουν καί τό χωριό τους. Τό πιστέψανε πιά.
Βλέποντας τά κάρα αὐτά φορτωμένα κλαῖνε τή μοίρα τους, μά κατά βάθος κλαῖνε καί τή δική τους πού πάλι θά γίνουν πρόσφυγες.
Ἤδη κρυφά ἤ φανερά ἔχουν ἀρχίσει τήν προετοιμασία γιά τή φυγή. Καίτοι ἑτοιμάζονται, δέν τούς λείπει ἡ ἐλπίδα νά μήν φύγουν. Ἄς περιμένουμε λένε, τί θά γίνει, γιά νά δοῦμε τί θά μᾶς ξημερώσει. Τά ἁμάξια ὅμως φορτωμένα ὅλο καί περνοῦν. Καί γιά τούς Ζαλουφιῶτες δέν μένει ἄλλη λύση παρά ἡ φυγή. Ἀφήνουν λοιπόν τίς δουλειές τῶν χωραφιῶν καί ἀρχίζουν τήν προετοιμασία γιά τή φυγή. Μέ δάκρυα στά μάτια ἄρχισαν νά κάνουν μπαγάζια.
Παντοῦ καί πάλι φωνές, κακό, τσιρίγματα. Τί νά κάνουν δέν ξέρουν, πρόβλημα πῶς θά τά κουβαλήσουν, μά περισσότερο πρόβλημα ποῦ θά τά κουβαλήσουν, ποῦ θά ριζώσουν τό νέο νοικοκυριό τους. Φορτώνουν τ' ἁμάξια τους καί δέν τολμοῦν νά ξεκινήσουν. Τούς βασανίζει ὅλο ἡ ἐλπίδα, ἴσως δέν φύγουν. Σταυροκοπιοῦνται οἱ κακόμοιρες, γιά νά δοῦμε τί θά γίνει, γιά νά δοῦμε τί θά μᾶς ξημερώσει. Μά τά μακρινά χωριά τῆς Θράκης, ὅλο καί περνοῦν καί ἀποροῦν μέ τούς Ζαλουφιῶτες πῶς δέν ξεκινοῦν ἀκόμα. Μά καί ἐπίσημα ἔχουν εἰδοποιηθεῖ νά ἐγκαταλείψουν τή Θράκη.
Καί τά πρῶτα ἁμάξια ἔχουν ἀναχωρήσει. Τό φτωχικό σπιτάκι τό κοιτάζουν καί τό ξανακοιτάζουν καί τούς φαίνεται παλάτι. Τά θολωμένα μάτια τους δέν χορταίνουν νά τό βλέπουν. Εἶναι τό πατρικό τους σπίτι πού φιλοξένησε τούς προπαπποῦδες τους, τούς παπποῦδες τους καί τούς ἴδιους, ὁ καθένας στήν ἡλικία πού ἀνήκει. Ναί, σ' αὐτήν τήν αὐλή κάνανε τά πρῶτα βήματά τους, καί παίξανε τά πρῶτα παιδικά τους παιχνίδια. Τί νά πρωτοθυμηθεῖς, πιά περίπτωση νά μή σέ συγκινήσει. Ναί, ἀλλά εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως. Ἀγκαλιάζουν τήν πόρτα πολλές φορές καί τή φιλοῦν, κάνουν τόν σταυρό τους καί εὔχονται πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά τους θἆναι. Βγαίνουν στήν ἐξώπορτα καί ξαναγυρίζουν νά ἰδοῦν γιά τελευταία φορά τό φτωχικό τους σπιτάκι πού φαίνεται σάν παλάτι. Μέ θολωμένα μάτια τους φαίνεται ὅτι καί τό σπιτάκι τους ἔχει δακρύσει. Οἱ ἴδιες σκηνές σέ ὀλιγομελῆ ἤ πολυμελῆ οἰκογένεια. Στό ἀντίκρυσμα τῆς ἐκκλησίας, νέες συγκινήσεις, νέες ἀναμνήσεις καί ἀναστεναγμοί, νέα δάκρυα. Ἡ ἐκκλησία πού τούς βάπτισε, τούς στεφάνωσε, πού κήδεψε τούς παπποῦδες του. Ἡ ἐκκλησία πού κάθε μεγάλη γιορτή γέμιζε κόσμο μέσα καί ἔξω, γιατί δέν τούς χωροῦσε ὅλους. Μεγάλη, μά τό χωριό πιό μεγάλο. Τρέχουν οἱ γριές νά ἀνάψουν τό τελευταῖο κερί, νά κάνουν τήν τελευταία μετάνοια στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Νά πάρουν καί καμιά μικρή εἰκόνα γιά ἐνθύμιο, γιατί οἱ μεγάλες εἶναι γερά καρφωμένες.
Τήν παρακαλοῦν δέ, σύντομα νά γυρίσουν πίσω, γιατί δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἀφήνουν τό χωριό αὐτό ὡς πρόσφυγες. Ἀσπάζονται τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τά μάτια τους γεμᾶτα δάκρυα, νομίζουν οἱ κακόμοιρες ὅτι τῆς Παναγίας τά μάτια δάκρυσαν. Ἐπαναλαμβάνουν καί τόν στίχο "πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι" καί φεύγουν. Ἀκολουθοῦν τά φορτωμένα βοϊδάμαξα καί προχωροῦν. Νά, ἐδῶ ἡ βρύση τοῦ χωριοῦ ἡ ξακουστή βρύση τοῦ γκιόκες μέ τό ἄφθονο νερό. Ἄλλες ἀναμνήσεις ἄλλα δάκρυα. Πόσες φορές ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τή βρύση αὐτή καί ἀπό τά παιδικά τους χρόνια, πόσα εἰδύλλια δέν ἔχουν γίνει σ' αὐτήν τή βρύση. Ἡ κοπέλα γεμίζοντας τή στάμνα, τό παλικάρι ποτίζοντας τό ἄλογο ἤ τά πρόβατα. Εἶναι νά μή συγκινοῦν τέτοιες ἀναμνήσεις καί αὐθόρμητα νά μή θολώσουν τά μάτια σου;
Πίνουν τό στερνό νερό τους μέ τή χούφτα πού εἶναι καί πιό γλυκό, βρέχουν τό πρόσωπο, πλένουν καί τά δάκρυα. Γεμίζουν καί τή στάμνα γιά τό δρόμο καί τά παιδιά τους τουλάχιστον, οἱ ἴδιες βαστᾶνε καί πολύ μάλιστα. Καί πάντα προχωροῦν καί προχωροῦν.
Νά, ἐδῶ οἱ βοσκότοποι, ἐδῶ βοσκοῦσαν μέχρι χθές τά γελάδια καί τά πρόβατά τους. Καί αὐτοί οἱ τόποι ἔχουν τίς ἀναμνήσεις τους. Καί ἐδῶ γνωρίστηκαν ἡ κοπέλα μέ τόν τσέλιγκα, ἐδῶ γνώρισε ἡ κοπέλα τόν ἀγαπημένο τους, ἐνῶ βοσκοῦσε τά πολλά γελάδια του. Κάθε βῆμα καί ἀνάμνηση, κάθε τμῆμα καί συγκίνηση. Ἀντίο καί σ' αὐτά, ἕνα μεγάλο ἀντίο πού δέν θά τά ξαναδοῦμε ποτέ πιά, (ὅπως καί ἔγινε).
Παραπέρα τά χωράφια. Νά τό χωράφι μέ τά καρπούζια πού βρίσκονται ἀκόμα. Νά καί τό μεγάλο δέντρο, ἡ μουριά. Στό σκάψιμο τό μεσημέρι, στόν σάν ὀμπρέλα ἴσκιο της, βρήκαμε καταφύγιο ἀπό τόν καυτερό ἥλιο, ἐκεῖ ἦταν καί οἱ κούνιες τῶν μωρῶν. Νά καί τό χωράφι πού τό σπέρνανε σιτάρι, μέ τή μεγάλη βελανιδιά στή μέση. Κάτω στόν πυκνό ἴσκιο της, ὅταν θερίζανε τό σιτάρι ἐκεῖ, ἀφήνανε τά μωρά τους μέ τίς κούνιες καί ἐκεῖ τρώγανε μέ μεγάλη ὄρεξη τή σκορδαλιά πού γινόταν καί ἀπό ψητό τοῦ φούρνου καλύτερη. Κάθε πιθαμή καί συγκίνηση, κανούργιο χωράφι, καινούργιες ἀναμνήσεις. Ὅλα μέ τή σειρά τους μένουν στή θέση τους, ἐνῶ αὐτοί προχωρᾶνε σιγά-σιγά μέ τή βοϊδάμαξα.
Κάθε χωράφι καί μιά ἀνάμνηση. Κάθε περιοχή καί ἕνας ἀναστεναγμός. Κάθε βῆμα καί δάκρυ. Κάθε πιθαμή καί μοιρολόϊ…
Τά σύνεφα στόν οὐρανό καί αὐτά σήμερα φεύγουν ἀπό ἀνατολή πρός τή δύση, λές καί αὐτά θέλουν νά ἔρθουν μαζί μας νά σμίξουμε τόν πόνο τους μέ τόν δικό μας πόνο. Εἶναι μαῦρα κατάμαυρα, ἕτοιμα νά κλάψουν, μά βαστοῦν, δέν θέλουν νά κάνουν κακό στούς χιλιάδες ξερριζωμένους. Καί ὁ δρόμος τραβᾶ. Πότε- πότε σταματοῦν, νά ξεκουραστοῦν τά ζεμένα βόδια ἤ γελάδια γιά λίγο.
Καί ξανά ὁ δρόμος πρός τήν ἁμαξωτή γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Ἕβρου, πού δέν εἶναι καί πολύ κάτω τῆς σιδηροδρομικῆς.
Σιγά-σιγά, ὅλα τά γνωστά χωράφια, τά γνωστά βοσκοτόπια, οἱ βρῦσες, τά μέρη ἔχουν μείνει πίσω καί τά δάκρυα κάπως ἔχουν στεγνώσει, μά μαρτυροῦν τή θλίψη, τήν ἀγωνία τοῦ ξερριζωμοῦ συθέμελα. Ἀμίλητοι προχωροῦν, μή μπορῶντας νά βροῦν κάτι γιά κουράγιο νά πεῖ ἕνας στόν ἄλλο. Καί κάνοντας πορεία πάνω ἀπό 10 ὧρες μέ τά φορτωμένα βοϊδάμαξα ἔχουν φθάσει κοντά στήν ἁμαξωτή γέφυρα τοῦ Πυθίου πού ἐκεῖ ἀνοίγει ἄλλη ἱστορία. Τό τί γίνεται μέ τήν ἀνθρωποπλημμύρα καί ἁμαξοπλημμύρα, δέν λέγεται. Ἀναρίθμητα ἁμάξια φορτωμένα περιμένουν, παιδιά κλαῖνε, διψοῦν ἤ πεινοῦν καί οἱ γυναῖκες κλαῖνε τή μοίρα τους. Οἱ ἄνδρες κάθονται πιό σοβαροί, θέλοντας νά δείξουν τόν ἀνδρισμό τους, δίνοντας κουράγιο στίς γυναῑκες καί στά παιδιά.
Ὁλονῶν τά μάτια εἶναι καρφωμένα στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ἕβρου. Τό πῶς θά περάσουν εἶναι πρόβλημα μεγάλο. Ἡ μοναδική ἁμαξωτή γέφυρα εἶναι στενή καί δέν χωρᾱνε τά βοϊδάμαξα νά πᾶνε καί νἄρθουνε. Αὐτοί πού πέρασαν πρῶτοι καί βολεύτηκαν κάπου, μέ ἄδεια κάρα ἐπιστρέφουν νά γλυτώσουν ὅτι μποροῦν ἀπό τά ἐγκαταλελειμμένα.
Γι' αὐτό κάθε τόσο δημιουργοῦνται φασαρίες ποιός νά πρωτοπεράσει. Φασαρίες, μέχρι καί ξυλοδαρμοί μεταξύ τῶν προσφύγων.
Οἱ πολύ ἥσυχοι, πού ἀποφεύγουν τίς φασαρίες, κάνουν τρεῖς καί τέσσερις μέρες νά περάσουν τή γέφυρα. Μέσα ἐκεῖ στήν ἀναμπουμπούλα ἔχουν χαθεῖ καί μεταξύ τους συγγενικές παρέες, ὅπως ἔχουν ξεκινήσει ἀπό τό χωριό. Γι' αὐτό, ὅποιος περνάει τή γέφυρα παίρνει ἕναν δρόμο καί ὅπου τόν βγάλει. Καί ἔτσι τό μεγάλο χωριό, τό Μεγάλο Ζαλούφι σκορπίστηκε στούς πέντε δρόμους πού λένε.
Ὁ πληθυσμός ἐγκαταστάθηκε στά διάφορα μέρη τῆς Δυτικῆς Θράκης καί Ἀνατολικῆς Μακεδονίας. Στή Δυτική Θράκη, στά χωριά: Δίκαια, Καβύλη, Σάκκος, Κλεισώ καί Νέο Χειμώνιο (ὅπου καί οἱ 1000 περίπου κάτοικοί τους εἶναι καθαροί Ζαλουφιῶτες). Γι' αὐτό καί τό χωριό αὐτό διεκδικεῖ τήν ἱστορία τοῦ παλαιοῦ χωριοῦ μας, Μεγάλου Ζαλουφίου. Τό χωριό αὐτό φρόντισε καί ἔφεραν ὅλες τίς εἰκόνες καί τήν καμπάνα τῆς ἐγκαταλελειμένης ἐκκλησίας. Δικαιολογημένα λοιπόν, τό χωριό αὐτό πῆρε τό ὄνομα τοῦ προστάτου τοῦ παλαιοῦ χωριοῦ. Ἡ ἐκκλησία καί τό χωριό μαζί, Νέο Χειμώνιο, πανηγυρίζουν στίς 29 Αὐγούστου τήν Ἀποτομή Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἄλλα χωριά στά ὁποῖα ἐγκαταστάθηκαν Ζαλουφιῶτες εἶναι: Θούριο, Σοφικό, Ἀσημένιο, Ρήγιο, Πύθειο, Ἁπαλός. Στή Μακεδονία καί εἰδικά στόν Νομό Σερρῶν, στά χωριά Νεοχώρι, Παραλύμνειο, Νέα Πέτρα, Θολός, Κοίμησις καί πέντε χιλιόμετρα ἔξω τῆς Θεσσαλονίκης στό χωριό Καλοχώρι. Σέ πολλά χωριά τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας, βρίσκονται ἀπομεμονωμένες ἀπό τρεῖς καί τέσσερεις οἰκογένειες.
Προθεσμία γιά μεταφορά ὑπάρχει ἀκόμη μερικές μέρες πού τελειώνει ἐπισήμως στίς 15 Ὀκτωβρίου. Μά οὐσιαστικά εἶχε τελειώσει, διότι οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πιάσει σχεδόν ὅλα τά χωριά καί τούς δρόμους καί ὑπάρχει φόβος καί γιά δολοφονίες ὅσων τολμήσουν νά ξαναπᾶνε.
Ἡ ἱστορία μας δέν πρέπει νά παραλείψει τήν τολμηρή πράξη τῶν παλληκαριῶν Μπιμπισίδη Πέτρου, Στεργίου Χριστοφορίδη καί Δημητρίου Μενεξόπουλου. Μέ φόβο τῆς ζωῆς τους ζεύουν τή βοϊδάμαξα, περνοῦν τό ποτάμι εὐθεία καί κόβουν γιά τό Ζαλούφι. Στά σπίτια τους εἶχαν ἀκόμη δικά τους πράγματα, ἀλλά αὐτοί πᾶνε γιά νά πάρουν ὅ,τι μποροῦν ἀπό τήν ἐγκαταλελειμένη ἐκκλησία. Καί πράγματι φθάνουν στό ἐγκαταλελειμένο Ζαλούφι. Συναντοῦν Τούρκους, ἄλλοι δέν τούς μιλοῦν, ἄλλοι τούς ἀπειλοῦν, αὐτοί τήν δουλειά τους. Ξυλώνουν ὅλες τίς εἰκόνες, παίρνουν ὅλα τά βιβλία, ὅλα τά ἅγια. Παίρνουν ὅ,τι εὔκολο νά φορτωθεῖ στή βοϊδάμαξα. Περισσότερο πού τούς κουράζει εἶναι ἡ καμπάνα πού μετά δυσκολίας τήν κατεβάζουν, τή φορτώνουν καί φεύγουν χωρίς νά πάθει κανένας κακό καί φθάνουν στό χωριό. Μέχρι σήμερα ὅλα αὐτά καμπάνες, εἰκόνες, ἱερά ἄμφια, προσκηνητάρια κλπ βρίσκονται στήν ἐκκλησία τοῦ Νέου Χειμωνίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου