Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Μαρτυρίες και ανταποκρίσεις (17)


¨       Μαρτυρία τῆς Ζαχαρένιας Μπάρμπα ἀπό τό ἄρθρο της: "Δύο φορές ξερριζωμένοι ἀπό τό Ἀγγελοχώρι Ἀνατολικῆς Θράκης", "Θρακική Ἠχ" Θρακική Ἑστία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992

Στό Ἀξάρι μείναμε δύο χρόνια. Ὅταν εἰρήνεψε ἡ κατάσταση, γυρίσαμε στήν πατρίδα. Μέ τραῖνα φθάσαμε στόν Πάντερμο καί ὕστερα μέ πλοῖα στήν Καλλίπολη. Ἡ πόλη τώρα ἦταν καταστραμμένη. Ἐρείπια καί καμένα παντοῦ. Πολλοί γύρισαν στό χωριό μας, πού τό βρῆκαν κι αὐτό καταστραμμένο, ἀλλά ὄχι ἀπό τόν πόλεμο. Τό εἶχαν καταστρέψει οἱ Τοῦρκοι καί οἱ κλέφτες.
Στήν ἀρχή μᾶς ἔβαλαν σ' ἕνα μεγάλο χάνι μέ ἄλλες οἰκογένειες. Ὕστερα βρήκαμε σπίτι καί νοικιάσαμε. Ἔτσι δέν ξαναγυρίσαμε στό χωριό. Ὅταν τακτοποιηθήκαμε, ὁ μπαμπάς μου μέ τόν θεῖο μου Φώτη, τόν ἀδελφό του, πού ἦλθε ἀπό τήν Ἴμβρο, ὅπου εἶχε φύγει μέ τήν οἰκογένειά του ὡς φυγόστρατος, ἄνοιξαν κεραμιδαριό στό Κατίκιοϊ, κοντά στήν Περίσταση, τέσσερις – πέντες ὧρες μέ τά πόδια ἀπό τήν Καλλίπολη. Ἡ τέχνη τους αὐτή μᾶς ἔσωσε ἐκεῖνες τίς δύσκολες μέρες. Στό κεραμοποιεῖο δούλευαν ὀχτώ – δέκα ἐργάτες. Δουλειές πολλές μέ τήν ἀνοικοδόμηση. Μέ τά κάρα πηγαινοέρχονταν στήν Καλλίπολη καί στό Κατίκιοϊ ὄχι κάθε μέρα βέβαια. Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἄνδρα μου γύρισε στό χωριό ἀπό τό Χαμουντιγιέ.
Στό μυαλό μου ἔχω δύο ἀντίθετες εἰκόνες ἀπό τήν Καλλίπολη. Τήν πρώτη φορά, πού ἦλθε ὁ Ἑλληνικός Στρατός, τά παλληκάρια μαζεύονταν μέ σημαῖες στά χέρια στήν Καλλίπολη ἀπό τά γύρω χωριά, γιά νά ἐπιστρατευθοῦν. Ἀλλά τή δεύτερη φορά οἱ παπάδες γύριζαν στίς γειτονιές καί μᾶς ἔλεγαν, ὅτι, ἄν ἀκούσουμε τίς καμπάνες, πρέπει νά μαζευτοῦμε στό Μανιάζ, ἕνα μέρος ἔξω ἀπό τήν Καλλίπολη, ὅπως καί ἔγινε. Μᾶς εἶπαν νά φορέσουμε ὅ,τι μπορούσαμε, γιατί ἡ κατάσταση δέν ἦταν καλή. Στό Μανιάζ ἦταν συγκεντρωμένοι καί στρατιῶτες σέ γραμμές, ἀλλά αὐτή τή φορά ἦταν σιωπηλοί καί κουρελιασμένοι. Αὐτά λίγο πρίν ἀπό τή φυγή. Ἀφοῦ ἀκούσαμε διάφορες ὁμιλίες, διαλυθήκαμε.
Θυμᾶμαι πῶς τά Τουρκάκια, πού παίζαμε μαζί, μᾶς ἔλεγαν ὅτι περίμεναν νά ἔλθει ὁ Κεμάλ νά μιλήσει στό καινούργιο τζαμί τους πού ἔκτισαν. Ἐπίσης θυμᾶμαι ἕναν Τοῦρκο, πολύ πλούσιο καί μορφωμένο, φίλο τοῦ μπαμπᾶ μου, πού μία μέρα τοῦ εἶπε: "τά χαρτιά μας, Νικόλα, γράφουν ὅτι αὐτόν τόν πόλεμο τόν κερδίσαμε ἐμεῖς, ἀλλά τόν ἄλλον θά τόν κερδίσετε ἐσεῖς". Ποιόν ἄλλο πόλεμο ἐννοοῦσε δέν ξέρω. Ἐμεῖς πάντως πιστεύουμε στό θρῦλο τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιᾶ. Τόν Τοῦρκο αὐτόν τόν ἔλεγαν Χατζῆ. Μιλοῦσε ἑλληνικά σάν μορφωμένος, καλύτερα ἀπό μᾶς. Ἀγαποῦσε τούς Ἕλληνες καί τούς βοηθοῦσε. Μήπως μιλοῦσε τό αἷμα του; Δέν ξέρω. Ἦταν πολύ καλός ἄνθρωπος. Καλός οἰκογενειάρχης μέ σπουδασμένα παιδιά.
Ὁ καιρός τώρα περνοῦσε ὅλο μέ τό φόβο. Κάποτε ἔφθασε ἡ ὥρα πού φοβόμασταν. Μᾶς εἰδοποίησην μία μέρα ὅτι ἔπρεπε νά φύγουμε στήν Ἑλλάδα. Ἀκόμα δέν εἴχαμε προλάβει νά μαζέψουμε τά ἐρείπια ἀπό τόν πρῶτο ξερριζωμό. Καί τώρα ἔπρεπε πάλι νά τ' ἀφήσουμε ὅλα καί νά φύγουμε. Τό κεραμοποιεῖο μέ τούς σωρούς κεραμίδια καί τοῦβλα ἔμεινε πάλι ὅπως ἦταν. Ὁ κόσμος ἄρχισε νά μαζεύει πάλι τά πράγματά του, ὅσα μποροῦσε, καί νά συγκεντρώνεται στήν παραλία, ὅπου ὑπῆρχαν ἀραγμένα πολλά βαπόρια στά βαθιά, πού θά μᾶς ἔπαιρναν πάλι μακριά, αὐτή τή φορά γιά πάντα. Πολλοί εἶχαν πάρει καί τά ζῶα τους, πού φορτώθηκαν στά καράβια, κάτω στ' ἀμπάρια τους, ὅπου τ' ἀνέβαζαν μέ βίντσια, ὅπως καί καί τά ντέγκια καί τά βαριά πράγματά μας. Τούς χωριανούς μας ὅλους, ὅσο ξέρω, τούς ἔβαλαν σέ δύο μεγάλα βαπόρια. Ἐμεῖς ἀνεβήκαμε στό βαπόρι, πού λεγόνταν "Μαρία Μιχαλινοῦ", καί οἱ ἄλλοι μισοί χωριανοί μας ἀνέβηκαν στό βαπόρι πού λεγόταν "Θεμιστοκλῆς". Οἱ σκηνές, πού ἔβλεπε κανείς στήν παραλία, ἦταν ἀπερίγραπτες. Ἔτσι τό κάθε βαπόρι, πῆρε τό δρόμο του. Καί ἦταν πολλά αὐτά, πού κουβαλοῦσαν πικραμένους, κλαμένους, γεμάτους πόνο καί ἀγωνία.
Τό ἕνα πλοῖο, ὁ "Θεμιστοκλῆς" μέ τούς μισούς χωριανούς μας, ὅπως μάθαμε ἀργότερα, στήν ἀρχή τούς πῆγε στήν Παλιά Ἑλλάδα καί ὕστερα τούς ἔφερε στά φρούρια τοῦ Μεγάλου Καραμπουρνοῦ καί τούς ἔβαλαν σ' ἕνα μεγάλο κτίσμα τοῦ φρουρίου, πού χρησίμευε σάν ἀποθῆκες τοῦ ναυτικοῦ καί τό ἔλεγαν γιά τό σχῆμα του "στρογγυλό". Σιγά – σιγά τούς μοίρασαν οἰκόπεδα καί χωράφια, τούς ἔδωσαν δάνεια τοῦ ἐποικισμοῦ κι ἔτσι ἄρχισαν νά κόβουν πλίθια καί νά κτίζουν τό καινούργιο χωριό τους, πού τό ὀνόμασαν Ἀγγελοχώρι. Ἦταν καμιά 100–120 οἰκογένειες μόνο.
Ἐμᾶς τό "Μαρία Μιχαλινοῦ" μᾶς ἔφερε στή Θεσσαλονίκη. Ἄλλες οἰκογένειες τοῦ χωριοῦ μας σκόρπισαν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας: στή Σαμοθράκη, στήν Καβάλα, στήν Ἡμαθία, ὅπου ὑπάρχει ἐπίσης Ἀγγελοχώρι, στό Βόλο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καί ἡ οἰκογένεια τῆς μεγάλης τραγουδίστριας, χωριανῆς καί συμπεθέρας μας, τῆς Σοφίας Βέμπο, στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁ κουμπάρος μας Γεώργιος Παπάζογλου, ὁ ἐξάδελφός μου Γεώργιος Κεραμιδᾶς, καί ἄλλοι στή Θεσσαλονίκη καί ἀλλοῦ. Μερικοί εἶχαν φύγει στήν Ἀμερική καί στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Τό βαπόρι μας ἄραξε στήν προκυμαία, ἀλλά δέν μᾶς ἄφησαν ἐπί ὀκτώ μέρες νά βγοῦμε ἔξω. Στό ταξίδι μέσα στό πλοῖο μερικοί πέθαναν. Ἀλλά ἔγιναν μέσα σ' αὐτό ταξιδεύοντας καί δύο γάμοι καί βαφτίσια. Οἱ παπάδες τοῦ χωριοῦ μας ἦταν μαζί τους. Πάνω ἀπό τό βαπόρι βλέπαμε τή Θεσσαλονίκη καμένη καί γκρεμισμένη. Θυμᾶμαι πού μᾶς πουλοῦσαν νερό ἀπό τήν προκυμαία. κατεβάζαμε τίς στάμνες καί μᾶς τίς γέμιζαν.
Τελικά μᾶς ἔβγαλαν ἀπό τό βαπόρι, μᾶς ἔφεραν στό σιδηροδρομικό σταθμό καί μᾶς ἔβαλαν στά τραῖνα. Μᾶς πῆγαν στό σιδηροδρομικό σταθμό τῆς Σκύδρας καί μᾶς κατέβασαν ἐκεῖ. Τότε δέν ὑπῆρχε ἡ πόλη Σκύδρα. Εἶχε μόνο ἕνα μαγαζάκι κοντά στό σταθμό. Σέ λίγο ἦλθαν μέ φορτηγό τραῖνο καί τά πράγματά μας. Πήραμε ὁ καθένας τά δικά του. Μέ τούρκικα κάρα ἐπιταγμένα μᾶς μετέφεραν στό χωριό Καληνίτσα, πέντε – ἕξι χλιόμετρα ἀπό τή Σκύδρα, καμιά διακοσαριά οἰκογένειες, καί λίγες ἄλλες σκορπίστηκαν στά γύρω χωριά. Μᾶς ἔβαλαν σέ τούρκικα σπίτια καί μέναμε γιά δύο χρόνια μαζί μέ τούς Τούρκους, ὥσπου ἔφυγαν καί αὐτοί στήν Τουρκία. Ἔτσι βρεθήκαμε στήν Καλή, ὅπως λέγεται τώρα τό χωριό. Πήραμε σπίτια ἤ κτίσαμε καινούργια καί χωράφια πού μᾶς μοίρασαν. Δυστυχῶς στό δεύτερο χρόνο πέθανε ὁ πατέρας μου. Δέν ἄντεξε. Ἄφησε τόν ἀδελφό μου κοιλάρφανο, πού πῆρε τό ὄνομά του.
Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἄνδρα μου Ἀχιλλέα, πού τόν παντρεύτηκα, ὀρφανή πιά ἀπό πατέρα, ἀργότερα στήν Καλή, πρῶτα πῆγε στήν Καβάλα. Ὕστερα σκόρπισε. Ἕνας ἀδελφός τοῦ ἄνδρα μου, ὁ μεγαλύτερος, ὁ Νικόλας, πῆγε στό Ἀγγελοχώρι, ὁ δεύτερος, ὁ Γιῶργος, στό Ν. Πλαγιάρι καί οἱ δύο μικρότεροι, τρίτος, Ἀλέξανδρος καί ὁ μικρότερος ἀπ' ὅλους, ὁ ἄνδρας μου, ὁ Ἀχιλλέας, (ὁ νουνός τους ἤθελε νά τούς δώσει δύο ἔνδοξα ὀνόματα), μέ τή μητέρα τους ἦλθαν στήν Καλή. Ἐκεῖ παντρεύτηκα. Ὁ καθένας δημιούργησε τήν οἰκογένειά του. Ἀλλά τό 1931 μέ τό πρῶτο μας παιδί τόν Γιάννη, ὁ ἄνδρας μου κι ἐγώ, πήραμε καί τήν πεθερά μου καί ἐγκατασταθήκαμε ὁριστικά πιά στό Ἀγγελοχώρι. Στήν Καλή ἔμεινε ἡ χήρα μητέρα μου μέ τόν ἀδελφό μου μετά τήν παντρειά τῆς ἀδελφῆς μου στόν Προφήτη Ἠλία καί τή δική μας ἀναχώρηση γιά τό Ἀγγελοχώρι. Ἐκεῖ πήραμε κλῆρο καί οἰκόπεδο καί κτίσαμε τό σπίτι μας. Ἐκεῖ γεννήθηκαν τά ἄλλα τέσσερα παιδιά μου, ὁ Νῖκος, ἡ Μαρίκα, ἡ Θεοδώρα καί ἡ Δήμητρα. Ὁ Θεός νά ἔχει γερά τά παιδιά μου καί τά εγγόνια μου, ὅλος τούς δικούς μας καί ὅλον τό κόσμο.
Τώρα, πού φέρνω στό νοῦ μου τά δικά μας βάσανα, εὔχομαι ὁ Μεγαλοδύναμος, νά χαρίζει εἰρήνη καί ἡσυχία σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους. Κανείς νά μή γνωρίσει ὅ,τι περάσαμε ἐμεῖς. Δέν ξέρω πῶς ἀντέξαμε, ὅσοι γλυτώσαμε. Ἡ πίστη στήν Πατρίδα καί στόν Θεό μᾶς κράτησε, νομίζω ζωντανούς. Ἡ δική μου ἱστορία εἶναι ἴδια μέ πολλῶν ἄλλων χιλιάδων ξερριζωμένεων. Ἄς τή μάθουν καί οἱ νεότεροι. Τώρα πιά ἀκούγεται σάν παραμύθι, πού εἶναι ὅμως ἀληθινό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου