Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Μαρτυρίες καί ανταποκρίσεις (2)


¨       "Πρόσφυγες ἀπό τή Θράκη".
Ἀνταπόκριση τοῦ Ἔρνεστ Χεμινγκγουαίη
"Ἡμερήσιος Ἀστήρ τοῦ Τορόντο",
1 Νοεμβρίου 1922

ΣΟΦΙΑ, ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ – Μέσα στό ἄνετο βαγόνι τοῦ τραίνου ἡ φρίκη τῆς ἐκκένωσης τῆς Θράκης ἀρχίζει νά μοῦ φαίνεται σάν κάποιο ὄνειρο. Αὐτή εἶναι ἡ κατάληξη τῶν ἀναμνήσεων.
Περιέγραψα τήν ἐκκένωση μέ ἕνα τηλεγράφημα στόν "Ἀστέρα" ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Δέν μοῦ πάει καλά νά ἐπανέρχομαι σ' αὐτό τώρα. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Θράκης συνεχίζεται ἀκόμα. Ἀδιάφορο, πόσο θά χρειασθεῖ αὐτό τό γράμμα νά φτάσει στό Τορόντο καί νά τό διαβάσετε στόν "Ἀστέρα", νά εἶστε σίγουροι ὅτι ἡ ἴδια τρομερή, ἀποκαρδιωτική πομπή τῶν ἀνθρώπων, πού τούς διώχνουν ἀπό τά σπίτια τους, γεμίζει ἀκόμη τούς λασπωμένους δρόμους πρός τή Μακεδονία. Χρειάζεται χρόνος γιά νά μετακινηθοῦν 250.000 ἄνθρωποι.
Ἡ Ἀδριανούπολη δέν εἶναι ἕνα εὐχάριστο μέρος. Φτάνοντας μέ τό τραῖνο στίς 11 τή νύκτα βρῆκα τόν γεμᾶτο λάσπες σταθμό κατάμεστο μέ στρατιῶτες, δέματα, σωμιέδες, κρεββάτια, ραπτομηχανές, μωρά, σπασμένα παρατημένα κάρα, ὅλα μέσα στή λάσπη καί κάτω ἀπό τή μόνιμη συνεχή βροχή.
Λάμπες κηροζίνης φώτιζαν τή σκηνή. Ὁ σταθμάρχης μοῦ εἶπε ὅτι ἔφτασαν τήν ἴδια μέρα 57 βαγόνια γεμᾶτα μέ τόν στρατό πού ὑποχωρεῖ πρός τήν Δυτική Θράκη. Ὅλες οἱ τηλεφωνικές γραμμές ἦταν κομμένες. Ὑπῆρχαν ἀκόμη πολλοί στρατιῶτες πού τούς ἔλειπαν τά μεταφορικά μέσα γιά νά συνεχίσουν τήν ὑποχώρησή τους.
"Τῆς Μαντάμ Μαρί", μοῦ εἶπε ὁ σταθμάρχης, "εἶναι τό μόνο μέρος τῆς πόλης πού μπορεῖς νά κοιμηθεῖς". Ἕνας στρατιώτης μέ ὁδήγησε μέσα ἀπό τούς σκοτεινούς στενούς δρόμους στῆς "Μαντάμ Μαρί". Περπατήσαμε μέσα ἀπό λασπωμένα σοκάκια, πηδώντας γύρω ἀπό λάκκους, πού ἦταν μεγᾶλοι γιά νά περάσουμε πάνω τους. Στῆς "Μαντάμ Μαρί" ἦταν σκοτεινά. Κτύπησα τήν πόρτα καί ἄνοιξε ἕνα ξυπόλητος Γάλλος. Δέν ὑπῆρχε δωμάτιο, ὅμως ἄν ἤθελα μποροῦσα νά κοιμηθῶ στό πάτωμα ἄν εἶχα κουβέρτα. Ἡ κατάσταση φαινόταν ἄσχημη.
Τότε σταμάτησε ἔξω ἕνα αὐτοκίνητο καί δύο κινηματογραφιστές μέ τόν ὁδηγό τους κατέβηκαν καί μπῆκαν μέσα. Εἶχαν τρία κρεβάτια ἐκστρατείας καί προσφέρθηκαν νά μοῦ δώσουν δύο κουβέρτες. Τελικά ὁ ὁδηγός κοιμήθηκε στό αὐτοκίνητο. Ἐμεῖς στρώσαμε μέσα τά κρεβάτια ἐκστρατείας. Ὁ ψηλότερος ἀπό τούς δύο κινηματογραφιστές, πού ὁ ἄλλος τόν φώναζε "κοντό", μοῦ εἶπε ὅτι εἶχαν ἕνα πολύ ἄσχημο ταξίδι ἀπό τή Ραιδεστό, στή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. "Πῆρα μερικές καλές λήψεις ἑνός χωριοῦ στίς φλόγες σήμερα", εἶπε. "κοντός" ἔβγαλε μία ἀπό τίς μπότες του. "Καλή λήψη– ἕνα χωριό πού καίγεται. Σάν νά κλωτσᾶς μία φωλιά μυρμηγκιῶν". Ὁ "κοντός" ἔβγαλε καί τήν ἄλλη μπότα. "Τό τράβηξα ἀπό δύο τρεῖς πλευρές καί φαίνεται σάν νά εἶναι μία κανονική πόλη πού καίγεται. Στό διάτανο! Εἶμαι κουρασμένος. Αὐτή ἡ ἱστορία μέ τούς πρόσφυγες εἶναι σίγουρα κόλαση. Βλέπουμε φοβερά πράγματα σ' αὐτή τή χώρα!". Σέ δύο λεπτά ροχάλιζε.
Ξύπνησα στίς μία τή νύχτα μέ ρίγη ἀπό τήν ἐλονοσία πού ἅρπαξα στήν Κωνσταντινούπολη. Σκότωσα τά κουνούπια πού εἶχαν βαρύνει τόσο πού δέν μποροῦσαν νά φύγουν ἀπό τό πρόσωπό μου, καί περιμένοντας νά μοῦ φύγουν τά ρίγη, πῆρα μία μεγάλη δόση ἀσπιρίνης καί κινίνο καί γύρισα πλάι νά ξανακοιμηθῶ. Αὐτό γινόταν μέχρι τό πρωί πού μέ ξύπνησε ὁ "κοντός".
"Κοίτα ἀγόρι μου αὐτό τό φίλμ". Κοίταξα, τό φίλμ ἦταν γεμᾶτο ψεῖρες. "Σίγουρα εἶναι πολύ πεινασμένα γιά νά ψάχνουν τό φίλμ μου. Πεινασμένα ζωύφια!"
Οἱ κουβέρτες ἦταν γεμᾶτες ψεῖρες. Γνώρισα τή βρωμιά στόν πόλεμο, ποτέ ὅμως παρόμοια μ' αὐτή τῆς Θράκης. Ἄν κοίταζες ὅλα τά γύρω, τά ἔπιπλα, τούς τοίχους, προσκεκτικά γιά ἕνα λεπτό, τίς ἔβλεπες νά περνᾶνε ὄχι ἀκριβῶς μέ σύρσιμο, ἀλλά νά κινοῦνται σάν ρευστό, σάν μικρές λαδιές.
"Δέν πειράζουν κανένα", εἶπε ὁ "κοντός", "εἶναι μικρά φιλαράκια!". "Τά φιλαράκια αὐτά δέν εἶναι τίποτε. Θἄπρεπε νά δεῖς τά μεγαλύτερα ξαδέλφια τους στό Λουλέ– Μπουργκάζ!"
Ἡ Μαντάμ Μαρί, μιά μεγαλόσωμη Κροάτισσα μέ χαρακτηριστική σλάβικη φάτσα, μᾶς σέρβιρε καφέ καί μαῦρο ψωμί μέσα στό γυμνό δωμάτιο πού χρησίμευε σάν ἐστιατόριο, σαλόνι, γραφεῖο καί καθιστικό.
"Τό δωμάτιό μας ἦταν γεμᾶτο ψεῖρες, μαντάμ". Εἶπα σχεδόν χαρούμενα γιά ν' ἀρχίσω τήν κουβέντα.
Σήκωσε τά χέρια της ψηλά: "Εἶναι πάντως καλύτερο ἀπό τό νά κοιμᾶσαι στόν δρόμο;" "Ἔ μεσιέ; Δέν εἶναι καλύτερα ἀπ'τόν δρόμο;"
Φυσικά συμφώνησα ὅτι ἦταν καλύτερα καί συνεχίσαμε νά τρῶμε, μέ τήν μαντάμ δίπλα νά μᾶς κοιτάζει.
Ἔξω σιγόβρεχε χωρίς τελειωμό. Στό τέλος τοῦ λασπωμένου σοκακιοῦ διέκρινα τήν ἀτελείωση πορεία τῆς προσφυγιᾶς, πού κινοῦνταν ἀργά–ἀργά στόν λιθόστρωτο δρόμο, πού ἑνώνει τήν Ἀδριανούπολη μέ τήν κοιλάδα τοῦ Ἕβρου πρός τό Κάραγατς καί μετά χωρίζει σέ δύο δρόμους πού διασχίζουν τήν πεδιάδα πρός τή Δυτική Θράκη καί τή Μακεδονία.
"κοντός" καί ὁ σύντροφός του πῆγαν στό αὐτοκίνητό τους γιά νά γυρίσουν πίσω στή Ραιδεστό καί τήν Κωνσταντινούπολη καί μέ πῆραν μαζί τους γιά τό ταξίδι στόν λιθόστρωτο δρόμο, ἀντίθετα πρός τήν πορεία τῆς προσφυγιᾶς πρός τήν Ἀδριανούπολη. Ὅλη ἡ πομπή τῶν ἀργοκίνητων βοϊδάμαξων μέ τούς μεγάλους τροχούς, τά καραβάνια μέ τίς καμῆλες, οἱ μουσκεμένοι κυνηγημένοι χωριᾶτες, κινιόταν πρός τά δυτικά. Ὑπῆρχε ὅμως μιά μικρότερη κίνηση ἀπό ἄδεια κάρα, πού τά ὁδηγοῦσαν Τοῦρκοι χωρικοί μέ κουρελιασμένα μουσκεμένα ροῦχα καί βρωμερά φέσια, πάντα ἀντίθετα πρός τό κύριο ρεῦμα. Σέ κάθε τουρκικό κάρο ὑπῆρχε καί ἕνας Ἕλληνας στρατιώτης. Καθόταν δίπλα στόν καροτσέρη μέ τό ὅπλο τοῦ ἀνάμεσα στά γόνατά του καί τή χλαίνη του μέχρι τά αὐτιά γιά νά κρατᾶ τή βροχή ἔξω. Αὐτά τά κάρα, τά εἶχαν ἐπιτάξει οἱ Ἕλληνες γιά νά βοηθήσουν τήν ἐκκένωση μεταφέροντας τά πράγματα τῶν προσφύγων. Οἱ Τοῦρκοι φαίνονταν μαζεμένοι καί πολύ φοβισμένοι. Εἶχαν τόν λόγο τους νά εἶναι ἔτσι.
Στή διασταύρωση τοῦ λιθόστρωτου δρόμου στήν Ἀδριανούπολη ὅλη ἡ κίνηση κατευθυνόταν πρός τά ἀριστερά ἀπό ἕνα μονάχα Ἕλληνα ἱππέα πάνω στ' ἄλογό του καί μέ τό ὅπλο του κρεμασμένο στόν ὦμο. Σέ κάθε βόδι ἤ ἄλογο, πού προσπαθοῦσε νά πάει πρός τά δεξιά, ὁ ἱππέας τοῦ ἔδινε μία ἀδιάφορη καμτσικιά στό κεφάλι. Σέ μία στιγμή ἔνευσε σ' ἕνα ἀπό τά ἄδεια κάρα μέ Τοῦρκο ἁμαξᾶ νά γυρίσει πρός τά δεξιά. Ὁ Τοῦρκος γύρισε τό κάρο καί τσίγκλισε τά βόδια του τεμπέλικα. Ἡ στροφή ξύπνησε τόν Ἕλληνα στρατιώτη πού συνόδευε τό κάρο. Βλέποντας τόν Τοῦρκο νά βγαίνει ἀπό τόν κύριο δρόμο, ὁ στρατιώτης τινάχτηκε καί τσάκισε τήν πλάτη τοῦ Τούρκου μέ τόν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου. Ὁ Τοῦρκος, ἕνας κουρελής πειναλέος ἀγρότης, ἔπεσε κάτω ἀπό τό κάρο μπρούμητα, μετά σηκώθηκε κατατρομαγμένος καί ἄρχισε νά τρέχει στόν δρόμο σάν λαγός. Ἕνας Ἕλληνας ἱππέας, βλέποντάς τόν νά τρέχει, ἄρχισε νά τόν κυνηγᾶ καί σπειρουνίζοντας τόν ἔφτασε. Δύο ἕλληνες στρατιῶτες τρέξαν νά βοηθήσουν τόν καβαλάρη καί χαστούκισαν τόν Τοῦρκο μία–δύο φορές. Ὁ Τοῦρκος φώναζε μέ ὅλη του τή δύναμη, καθώς τόν ὁδηγοῦσαν μέ ματωμένη μύτη καί ἄγριο βλέμμα πίσω στό κάρο του˙ δέν φαινόταν νά καταλαβαίνει τί συνέβη. Κανένας ἀπό τούς γύρω δέν φάνηκε νά δίνει σημασία στό ἐπεισόδιο.
Περπάτησα καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μαζί μέ τούς πρόσφυγες στόν ἴδιο δρόμο, ἀποφεύγοντας τίς καμῆλες, πού ταλαντεύονταν μουγκρίζοντας γύρω μου˙ πέρασα χαμηλές βοϊδάμαξες κατάμεστες μέ κρεβάτια, ἔπιπλα, δεμένα γουρούνια, μανάδες τυλιγμένες σέ κουβέρτες μέ τά μωρά τους, καμπουρωμένους γέρους καί γριές, πού περπατοῦσαν βασανιστικά πίσω ἀπό τίς βοϊδάμαξες μέ τό κεφάλι κάτω καί τό βλέμμα στή γῆ˙ μουλάρια φορτωμένα μέ κιβώτια πυρομαχικῶν, ἄλλα φορτωμένα μέ σωρούς ἀπό ὅπλα δεμένα σάν δεμάτια ἀπό στάχυα, καί ποῦ καί ποῦ κάποια ταλαιπωρημένα Φόρντ μέ Ἕλληνες ἀξιωματικούς μέ κοκκινισμένα ἀπό τήν ἀϋπνία μάτια, καί πάντα, παντοῦ, τούς σιωπηλούς, καμπουριασμένους σερνάμενους ἀγρότες τῆς Θράκης, πού μέ βαριά βήματα ἄφηναν πίσω τά σπίτια τους.
Ἀφοῦ πέρασα τή γέφυρα πάνω ἀπό τόν Ἕβρο καί πάνω ἀπό πεντακόσια μέτρα ἀπό κεραμιδί φουσκωμένα νερά, ἐκεῖ πού χθές τό ποτάμι ἦταν ξερό γεμᾶτο βοϊδάμαξες, γύρισα πρός τά δεξιά καί ἔφτασα μέσα στά σοκάκια γιά τῆς "Μαντάμ Μαρί" γιά νά γράψω ἕνα τηλεγράφημα πρός τόν "Ἀστέρα". Ὅλες οἱ γραμμές ἦταν κομμένες καί στό τέλος βρέθηκε ἕνας Ἰταλός συνταγματάρχης, πού ἐπέστρεφε στήν Κωνσταντινούπολη μέ κάποια συμμαχική ἐπιτροπή, πού ὑποσχέθηκε νά μοῦ στείλει τό τηλεγράφημα μόλις φτάσει.
Ψηνόμουν στόν πυρετό καί ἡ μαντάμ Μαρί μοὔφερε μία μποτίλια γλυκοῦ θρακικοῦ κρασιοῦ γιά νά πάρω τό κινίνο μου.
"Δέν μέ νοιάζει ἄν ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι", εἶπε ἡ Μαντάμ Μαρί, καθώς καθόταν βαρυά στό τραπέζι καί ἔτριβε τό πηγούνι της.
"Γιατί δέν σέ νοιάζει;"
"Εἶναι ὅλοι τους ἴδιοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Βούλγαροι. Εἶναι ὅλοι τό ἴδιο". Πῆρε καί αὐτή ἕνα ποτήρι ἀπό τό κρασί μου. "Τούς ξέρω ὅλους ἀπό τό Κάραγατς".
"Ποιός εἶναι ὁ καλύτερος;" ρώτησα.
"Κανένας. Εἶναι ὅλοι τους ἴδιοι. Οἱ Ἕλληνες ἀξιωματικοί κοιμοῦνταν ἐδῶ, καί μετά θά ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι. Κάποια μέρα οἱ Ἕλληνες θά ξανάρθουν. Ὅλοι τους μέ πληρώνουν".
Γέμισα τό ποτήρι.
"Ὅμως οἱ φουκαράδες εἶναι ἔξω στούς δρόμους. Δέν μπορεῖ νά μοῦ φύγει ἀπό τό μυαλό ἡ φρίκη τῶν προσφύγων σέ μῆκος σαράντα χιλιομέτρων καί ἔχω δεῖ ἀρκετά φρικτά πράγματα μέχρι σήμερα".
"Ἔ, καλά!" ἔνευσε ἡ Μαντάμ Μαρί, "Ἔτσι εἶναι πάντα μέ τόν κοσμάκη. Toujours la meme chose. Οἱ Τοῦρκοι ἔχουν μία παροιμία μέσα στίς πολλές πού χρησιμοποιοῦν: Δέν φταίει μόνο τό τσεκούρι, ἀλλά καί τό δένδρο".
"Λυπᾶμαι γιά τίς ψεῖρες, Μεσιέ". Μέ τή βοήθεια τοῦ κρασιοῦ Μαντάμ Μαρί μέ συγχωροῦσε. "Τί περιμένεις; Ἐδῶ δέν εἶναι Παρίσι!". Σηκώθηκε ἐπιβλητική, χαρακτηριστικά Σλάβα, γεμάτη μέ τή σοφία πού ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι στά Βαλκάνια. "Ἀντίο, μεσιέ. Ξέρω ἑκατό δραχμές εἶναι πολλές γιά τέτοιο δωμάτιο. Ἀλλά εἶναι τό μόνο ξενοδοχεῖο ἐδῶ. Πολύ καλύτερα ἀπ' τό δρόμο. ;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου